Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἡ φλοϊστική

См. также в других словарях:

  • φλοιστική — φλοϊστική , φλοϊστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) φλοιστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοϊστικός — ή, όν, Α [φλοΐζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φλοϊσμό 2. φρ. «ἡ φλοϊστική φυτῶν» (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατασκευής κάθε είδους πλεκτών αντικειμένων από τον κυρίως φλοιό νεαρών δένδρων ή τών κλαδιών τους (Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»